- ταρβώ
- -έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α(ποιητ. τ.)1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτιβ) σέβομαι κάτι3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῑνκατάσταση τρόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ταρβῶ ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *tergw- «φοβερίζω, τρομάζω» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. tarjati «απειλώ, φοβερίζω», λατ. torvus «αγριωπός, βλοσυρός». Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το ρ. ταρβῶ στα ομηρικά κείμενα συγκριτικά με τα τάρβος* και ἀταρβής οδηγεί στο να υποτεθεί ότι είναι ο κύριος τ. τής οικογένειας. Η οικογένεια τού ρ. αντικαταστάθηκε γρήγορα από τη συνώνυμη οικογένεια τού φοβοῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.